Προσωπική Ιστορία: Ανάμεσα στο απίθανο και στο αδύνατο ήρθες εσύ. Δεν ξέρω αν έχω δει άνθρωπο τόσο φωτεινό.
Καλοκαίρι, η
ζέστη αφόρητη κι εγώ βρισκόμουν στο νησί των φοιτητικών μου χρόνων ξεχασμένη. Όλοι
μου οι φίλοι είχαν φύγει ενώ εγώ είχα κολλήσει σε μια κατά τα άλλα όμορφη και
γραφική πόλη. Προσπαθούσα μετά από τόσα χρόνια να καταλάβω επιτέλους που ανήκω.
Οι δικοί μου «στας Αθήνας» να με ρωτάνε κάθε μήνα πότε θα γυρίσω και εγώ να προφασίζομαι την δουλειά. Ήθελα να κερδίσω
λίγο ακόμη χρόνο, όμως μέσα μου το ήξερα, ότι δεν μπορούσα να μείνω άλλο εδώ. Αυτός
ο κύκλος έπρεπε να κλείσει.
Έντεκα
χρόνια σε αυτή την πόλη, ώσπου το αποφάσισα. Τον Νοέμβρη θα γυρνούσα πίσω. Δεν
είχα τίποτα να με κρατήσει εκεί. Ένα βράδυ χτύπησε το τηλέφωνο μου. Ο μπαμπάς
μου βρισκόταν με εγκεφαλικό στο
νοσοκομείο, στην εντατική. Έφυγα από τη δουλειά τρέχοντας, πήρα το αεροπλάνο
και έφτασα στην Αθήνα. Κάπου εδώ, για να
το διακωμωδήσω και λίγο, θα κάνω μια
ερώτηση. Ξέρετε πολλούς που υπογράφουν να φύγουν από την εντατική γιατί δεν
χρειάζονται βοήθεια και έχουν κάνει συμφωνία με Τον Θεό;; 😊 Αυτός είναι ο μπαμπάς μου.
Έτσι, μετά από μια βδομάδα ψυχεδέλειας, επέστρεψα στο
νησι αλλαγμένη. Ήμουν αποφασισμένη να γυρίσω πίσω, στην βάση μου, στην
οικογένεια μου, που με χρειαζόταν. Πράγματι,
είχαν περάσει λίγες μέρες και ήμουν πολύ στενοχωρημένη με τον μπαμπά μου. Δεν
άκουγε κανέναν. «Δεν θες να ζήσεις να δεις το παιδί σου να παντρεύεται, να
κάνει παιδιά; Αυτό ήταν;» Αυτό ήταν. Στο μυαλό του όλα φαινόντουσαν πολύ μακρινά και δεν πίστευε ότι
θα τα ζήσει, ότι θα τα δει…
Κάπου εκεί ανάμεσα στο απίθανο και στο αδύνατο
ήρθες εσύ. ‘Ημουν στο καφέ που δούλευα χρόνια και καθώς σκεφτόμουν όλα αυτά
ένιωθα ένα πλάκωμα. Δάκρυζα... κόσμος έμπαινε, κόσμος έβγαινε κι εγώ εκεί, με
μάτια βουρκωμένα να χαμογελάω. Κάποια στιγμή έσκυψα στα ψυγεία για να μην φαίνομαι,
όμως δεν μπορούσα να κρυφτώ για πολύ. Όταν σήκωσα τα μάτια μου σε είδα. Σε είδα
να μπαίνεις και να μου χαμογελάς γεμάτος φως. Δεν ξέρω αν έχω δει άνθρωπο
τόσο φωτεινό.
Είχε κόσμο
και περίμενες με υπομονή να έρθει η σειρά σου. Υπομονή, ευγένεια και ένα
χαμόγελο που με πλημμύριζε χαρά. Ήρθες, ήρθες ξανά... Στο πρώτο ραντεβού σε ερωτεύτηκα,
ενώ πριν καν βρεθούμε είχαμε κανονίσει
το επόμενο ραντεβού. Δεν με φίλησες εκείνο το βράδυ. Ξάπλωσα και σκεφτόμουν όλη
νύχτα το φιλί που δεν μου έδωσες. Όταν ξαναβγήκαμε, οι ώρες πέρασαν σαν νερό. Μόλις
το μαγαζί έκλεισε πήραμε 2 μπύρες να τις πιούμε στο σπίτι. Φυσικά δεν τις
ήπιαμε ποτέ. Δυο χρόνια μετράμε παντρεμένοι με ένα κοριτσάκι 5.5 μηνών. Οι
μπύρες μας είναι ακόμη στο ψυγείο. «Επετειακές» τις λέμε και γελάμε!!!
Τελικά ο
κύκλος έκλεισε αλλά άνοιξε ένας άλλος. Και είναι ο ομορφότερος της
ζωής μου! Μάλιστα , δεν άνοιξε στην Αθήνα, αλλά σε έναν τόπο που αγάπησα πραγματικά.
Στην Κρήτη! Τώρα στα σοκάκια, που κάποτε περπατούσα ξέγνοιαστη και με την τρέλα
της ηλικίας, περπατάω με την οικογένεια μου. Γιατί πλέον με τόση αγάπη όλα έχουν
ένα άλλο νόημα!!!
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Αφήστε το σχόλιο σας.